Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταβλακεύω
καταβλάπτω
καταβλέπω
κατάβλημα
καταβλής
καταβλητέον
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολά
καταβολαῖον
καταβολεύς
καταβολή
καταβόλια
κατάβολος
καταβομβέω
καταβορβόρωσις
κατάβορρος
View word page
καταβοή
an outcry against
ShortDef
an outcry against
Debugging
Headword:
καταβοή
Headword (normalized):
καταβοή
Headword (normalized/stripped):
καταβοη
IDX:
45391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45392
Key:
Data
{'content': 'an outcry against'}