Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβλαβεύς
καταβλακεύω
καταβλάπτω
καταβλέπω
κατάβλημα
καταβλής
καταβλητέον
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολά
καταβολαῖον
καταβολεύς
καταβολή
καταβόλια
κατάβολος
καταβομβέω
καταβορβόρωσις
View word page
καταβοάω
to cry down, cry out against

ShortDef

to cry down, cry out against

Debugging

Headword:
καταβοάω
Headword (normalized):
καταβοάω
Headword (normalized/stripped):
καταβοαω
IDX:
45390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45391
Key:

Data

{'content': 'to cry down, cry out against'}