Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβίωσις
καταβλαβεύς
καταβλακεύω
καταβλάπτω
καταβλέπω
κατάβλημα
καταβλής
καταβλητέον
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολά
καταβολαῖον
καταβολεύς
καταβολή
καταβόλια
κατάβολος
καταβομβέω
View word page
καταβλώσκω
to go down through

ShortDef

to go down through

Debugging

Headword:
καταβλώσκω
Headword (normalized):
καταβλώσκω
Headword (normalized/stripped):
καταβλωσκω
IDX:
45389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45390
Key:

Data

{'content': 'to go down through'}