Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβιόω
καταβίωσις
καταβλαβεύς
καταβλακεύω
καταβλάπτω
καταβλέπω
κατάβλημα
καταβλής
καταβλητέον
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολά
καταβολαῖον
καταβολεύς
καταβολή
καταβόλια
κατάβολος
View word page
καταβληχάομαι
to bleat loudly

ShortDef

to bleat loudly

Debugging

Headword:
καταβληχάομαι
Headword (normalized):
καταβληχάομαι
Headword (normalized/stripped):
καταβληχαομαι
IDX:
45388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45389
Key:

Data

{'content': 'to bleat loudly'}