Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβιβασμός
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβιόω
καταβίωσις
καταβλαβεύς
καταβλακεύω
καταβλάπτω
καταβλέπω
κατάβλημα
καταβλής
καταβλητέον
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολά
καταβολαῖον
καταβολεύς
View word page
καταβλής
bolt

ShortDef

bolt

Debugging

Headword:
καταβλής
Headword (normalized):
καταβλής
Headword (normalized/stripped):
καταβλης
IDX:
45385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45386
Key:

Data

{'content': 'bolt'}