Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταβιβάζω
καταβιβάσκω
καταβιβασμός
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβιόω
καταβίωσις
καταβλαβεύς
καταβλακεύω
καταβλάπτω
καταβλέπω
κατάβλημα
καταβλής
καταβλητέον
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολά
View word page
καταβλέπω
to look down at
ShortDef
to look down at
Debugging
Headword:
καταβλέπω
Headword (normalized):
καταβλέπω
Headword (normalized/stripped):
καταβλεπω
IDX:
45383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45384
Key:
Data
{'content': 'to look down at'}