Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβάσκω
καταβιβασμός
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβιόω
καταβίωσις
καταβλαβεύς
καταβλακεύω
καταβλάπτω
καταβλέπω
κατάβλημα
καταβλής
καταβλητέον
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
View word page
καταβλάπτω
to hurt greatly, damage

ShortDef

to hurt greatly, damage

Debugging

Headword:
καταβλάπτω
Headword (normalized):
καταβλάπτω
Headword (normalized/stripped):
καταβλαπτω
IDX:
45382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45383
Key:

Data

{'content': 'to hurt greatly, damage'}