Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταβελής
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβάσκω
καταβιβασμός
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβιόω
καταβίωσις
καταβλαβεύς
καταβλακεύω
καταβλάπτω
καταβλέπω
κατάβλημα
καταβλής
καταβλητέον
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
View word page
καταβλακεύω
treat carelessly, mismanage
ShortDef
treat carelessly, mismanage
Debugging
Headword:
καταβλακεύω
Headword (normalized):
καταβλακεύω
Headword (normalized/stripped):
καταβλακευω
IDX:
45381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45382
Key:
Data
{'content': 'treat carelessly, mismanage'}