Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταβεβλημένως
καταβελής
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβάσκω
καταβιβασμός
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβιόω
καταβίωσις
καταβλαβεύς
καταβλακεύω
καταβλάπτω
καταβλέπω
κατάβλημα
καταβλής
καταβλητέον
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
View word page
καταβλαβεύς
damager
ShortDef
damager
Debugging
Headword:
καταβλαβεύς
Headword (normalized):
καταβλαβεύς
Headword (normalized/stripped):
καταβλαβευς
IDX:
45380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45381
Key:
Data
{'content': 'damager'}