Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταβεβαίωσις
καταβεβλημένως
καταβελής
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβάσκω
καταβιβασμός
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβιόω
καταβίωσις
καταβλαβεύς
καταβλακεύω
καταβλάπτω
καταβλέπω
κατάβλημα
καταβλής
καταβλητέον
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
View word page
καταβίωσις
decline of life
ShortDef
decline of life
Debugging
Headword:
καταβίωσις
Headword (normalized):
καταβίωσις
Headword (normalized/stripped):
καταβιωσις
IDX:
45379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45380
Key:
Data
{'content': 'decline of life'}