Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβεβαιόομαι
καταβεβαίωσις
καταβεβλημένως
καταβελής
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβάσκω
καταβιβασμός
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβιόω
καταβίωσις
καταβλαβεύς
καταβλακεύω
καταβλάπτω
καταβλέπω
κατάβλημα
καταβλής
καταβλητέον
καταβλητικός
καταβληχάομαι
View word page
καταβιόω
to bring life to an end

ShortDef

to bring life to an end

Debugging

Headword:
καταβιόω
Headword (normalized):
καταβιόω
Headword (normalized/stripped):
καταβιοω
IDX:
45378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45379
Key:

Data

{'content': 'to bring life to an end'}