Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβαφής
καταβεβαιόομαι
καταβεβαίωσις
καταβεβλημένως
καταβελής
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβάσκω
καταβιβασμός
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβιόω
καταβίωσις
καταβλαβεύς
καταβλακεύω
καταβλάπτω
καταβλέπω
κατάβλημα
καταβλής
καταβλητέον
καταβλητικός
View word page
καταβιβρώσκω
to eat up, devour

ShortDef

to eat up, devour

Debugging

Headword:
καταβιβρώσκω
Headword (normalized):
καταβιβρώσκω
Headword (normalized/stripped):
καταβιβρωσκω
IDX:
45377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45378
Key:

Data

{'content': 'to eat up, devour'}