Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβαφή
καταβαφής
καταβεβαιόομαι
καταβεβαίωσις
καταβεβλημένως
καταβελής
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβάσκω
καταβιβασμός
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβιόω
καταβίωσις
καταβλαβεύς
καταβλακεύω
καταβλάπτω
καταβλέπω
κατάβλημα
καταβλής
καταβλητέον
View word page
καταβιβαστέος
to be brought down

ShortDef

to be brought down

Debugging

Headword:
καταβιβαστέος
Headword (normalized):
καταβιβαστέος
Headword (normalized/stripped):
καταβιβαστεος
IDX:
45376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45377
Key:

Data

{'content': 'to be brought down'}