Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταβαυκαλίζω
καταβαφή
καταβαφής
καταβεβαιόομαι
καταβεβαίωσις
καταβεβλημένως
καταβελής
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβάσκω
καταβιβασμός
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβιόω
καταβίωσις
καταβλαβεύς
καταβλακεύω
καταβλάπτω
καταβλέπω
κατάβλημα
καταβλής
View word page
καταβιβασμός
decrease
ShortDef
decrease
Debugging
Headword:
καταβιβασμός
Headword (normalized):
καταβιβασμός
Headword (normalized/stripped):
καταβιβασμος
IDX:
45375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45376
Key:
Data
{'content': 'decrease'}