Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταβαυκάλησις
καταβαυκαλίζω
καταβαφή
καταβαφής
καταβεβαιόομαι
καταβεβαίωσις
καταβεβλημένως
καταβελής
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβάσκω
καταβιβασμός
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβιόω
καταβίωσις
καταβλαβεύς
καταβλακεύω
καταβλάπτω
καταβλέπω
κατάβλημα
View word page
καταβιβάσκω
trespass
ShortDef
trespass
Debugging
Headword:
καταβιβάσκω
Headword (normalized):
καταβιβάσκω
Headword (normalized/stripped):
καταβιβασκω
IDX:
45374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45375
Key:
Data
{'content': 'trespass'}