Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβατικός
καταβατός
καταβαΰζω
καταβαυκαλάω
καταβαυκάλησις
καταβαυκαλίζω
καταβαφή
καταβαφής
καταβεβαιόομαι
καταβεβαίωσις
καταβεβλημένως
καταβελής
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβάσκω
καταβιβασμός
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβιόω
καταβίωσις
καταβλαβεύς
View word page
καταβεβλημένως
contemptibly

ShortDef

contemptibly

Debugging

Headword:
καταβεβλημένως
Headword (normalized):
καταβεβλημένως
Headword (normalized/stripped):
καταβεβλημενως
IDX:
45370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45371
Key:

Data

{'content': 'contemptibly'}