Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβάτης
καταβατικός
καταβατός
καταβαΰζω
καταβαυκαλάω
καταβαυκάλησις
καταβαυκαλίζω
καταβαφή
καταβαφής
καταβεβαιόομαι
καταβεβαίωσις
καταβεβλημένως
καταβελής
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβάσκω
καταβιβασμός
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβιόω
καταβίωσις
View word page
καταβεβαίωσις
strong asseveration

ShortDef

strong asseveration

Debugging

Headword:
καταβεβαίωσις
Headword (normalized):
καταβεβαίωσις
Headword (normalized/stripped):
καταβεβαιωσις
IDX:
45369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45370
Key:

Data

{'content': 'strong asseveration'}