Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβατεύω
καταβάτης
καταβατικός
καταβατός
καταβαΰζω
καταβαυκαλάω
καταβαυκάλησις
καταβαυκαλίζω
καταβαφή
καταβαφής
καταβεβαιόομαι
καταβεβαίωσις
καταβεβλημένως
καταβελής
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβάσκω
καταβιβασμός
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβιόω
View word page
καταβεβαιόομαι
to affirm strongly

ShortDef

to affirm strongly

Debugging

Headword:
καταβεβαιόομαι
Headword (normalized):
καταβεβαιόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταβεβαιοομαι
IDX:
45368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45369
Key:

Data

{'content': 'to affirm strongly'}