Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβατέον
καταβατεύω
καταβάτης
καταβατικός
καταβατός
καταβαΰζω
καταβαυκαλάω
καταβαυκάλησις
καταβαυκαλίζω
καταβαφή
καταβαφής
καταβεβαιόομαι
καταβεβαίωσις
καταβεβλημένως
καταβελής
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβάσκω
καταβιβασμός
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
View word page
καταβαφής
soaked

ShortDef

soaked

Debugging

Headword:
καταβαφής
Headword (normalized):
καταβαφής
Headword (normalized/stripped):
καταβαφης
IDX:
45367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45368
Key:

Data

{'content': 'soaked'}