Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάβασις
καταβατέον
καταβατεύω
καταβάτης
καταβατικός
καταβατός
καταβαΰζω
καταβαυκαλάω
καταβαυκάλησις
καταβαυκαλίζω
καταβαφή
καταβαφής
καταβεβαιόομαι
καταβεβαίωσις
καταβεβλημένως
καταβελής
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβάσκω
καταβιβασμός
καταβιβαστέος
View word page
καταβαφή
tincture

ShortDef

tincture

Debugging

Headword:
καταβαφή
Headword (normalized):
καταβαφή
Headword (normalized/stripped):
καταβαφη
IDX:
45366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45367
Key:

Data

{'content': 'tincture'}