Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβάσιον
κατάβασις
καταβατέον
καταβατεύω
καταβάτης
καταβατικός
καταβατός
καταβαΰζω
καταβαυκαλάω
καταβαυκάλησις
καταβαυκαλίζω
καταβαφή
καταβαφής
καταβεβαιόομαι
καταβεβαίωσις
καταβεβλημένως
καταβελής
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβάσκω
καταβιβασμός
View word page
καταβαυκαλίζω
gulp down

ShortDef

gulp down

Debugging

Headword:
καταβαυκαλίζω
Headword (normalized):
καταβαυκαλίζω
Headword (normalized/stripped):
καταβαυκαλιζω
IDX:
45365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45366
Key:

Data

{'content': 'gulp down'}