Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταβασανίζω
καταβάσιον
κατάβασις
καταβατέον
καταβατεύω
καταβάτης
καταβατικός
καταβατός
καταβαΰζω
καταβαυκαλάω
καταβαυκάλησις
καταβαυκαλίζω
καταβαφή
καταβαφής
καταβεβαιόομαι
καταβεβαίωσις
καταβεβλημένως
καταβελής
καταβιάζω
καταβιβάζω
καταβιβάσκω
View word page
καταβαυκάλησις
lullaby
ShortDef
lullaby
Debugging
Headword:
καταβαυκάλησις
Headword (normalized):
καταβαυκάλησις
Headword (normalized/stripped):
καταβαυκαλησις
IDX:
45364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45365
Key:
Data
{'content': 'lullaby'}