Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβάρησις
καταβασανίζω
καταβάσιον
κατάβασις
καταβατέον
καταβατεύω
καταβάτης
καταβατικός
καταβατός
καταβαΰζω
καταβαυκαλάω
καταβαυκάλησις
καταβαυκαλίζω
καταβαφή
καταβαφής
καταβεβαιόομαι
καταβεβαίωσις
καταβεβλημένως
καταβελής
καταβιάζω
καταβιβάζω
View word page
καταβαυκαλάω
lull to sleep

ShortDef

lull to sleep

Debugging

Headword:
καταβαυκαλάω
Headword (normalized):
καταβαυκαλάω
Headword (normalized/stripped):
καταβαυκαλαω
IDX:
45363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45364
Key:

Data

{'content': 'lull to sleep'}