Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταβαρής
καταβάρησις
καταβασανίζω
καταβάσιον
κατάβασις
καταβατέον
καταβατεύω
καταβάτης
καταβατικός
καταβατός
καταβαΰζω
καταβαυκαλάω
καταβαυκάλησις
καταβαυκαλίζω
καταβαφή
καταβαφής
καταβεβαιόομαι
καταβεβαίωσις
καταβεβλημένως
καταβελής
καταβιάζω
View word page
καταβαΰζω
bark at
ShortDef
bark at
Debugging
Headword:
καταβαΰζω
Headword (normalized):
καταβαΰζω
Headword (normalized/stripped):
καταβαυζω
IDX:
45362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45363
Key:
Data
{'content': 'bark at'}