Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβαρέω
καταβαρής
καταβάρησις
καταβασανίζω
καταβάσιον
κατάβασις
καταβατέον
καταβατεύω
καταβάτης
καταβατικός
καταβατός
καταβαΰζω
καταβαυκαλάω
καταβαυκάλησις
καταβαυκαλίζω
καταβαφή
καταβαφής
καταβεβαιόομαι
καταβεβαίωσις
καταβεβλημένως
καταβελής
View word page
καταβατός
descending, steep

ShortDef

descending, steep

Debugging

Headword:
καταβατός
Headword (normalized):
καταβατός
Headword (normalized/stripped):
καταβατος
IDX:
45361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45362
Key:

Data

{'content': 'descending, steep'}