Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβάπτω
καταβαρβαρόω
καταβαρέω
καταβαρής
καταβάρησις
καταβασανίζω
καταβάσιον
κατάβασις
καταβατέον
καταβατεύω
καταβάτης
καταβατικός
καταβατός
καταβαΰζω
καταβαυκαλάω
καταβαυκάλησις
καταβαυκαλίζω
καταβαφή
καταβαφής
καταβεβαιόομαι
καταβεβαίωσις
View word page
καταβάτης
one who dismounts

ShortDef

one who dismounts

Debugging

Headword:
καταβάτης
Headword (normalized):
καταβάτης
Headword (normalized/stripped):
καταβατης
IDX:
45359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45360
Key:

Data

{'content': 'one who dismounts'}