Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταβαπτίζω
καταβάπτω
καταβαρβαρόω
καταβαρέω
καταβαρής
καταβάρησις
καταβασανίζω
καταβάσιον
κατάβασις
καταβατέον
καταβατεύω
καταβάτης
καταβατικός
καταβατός
καταβαΰζω
καταβαυκαλάω
καταβαυκάλησις
καταβαυκαλίζω
καταβαφή
καταβαφής
καταβεβαιόομαι
View word page
καταβατεύω
tread
ShortDef
tread
Debugging
Headword:
καταβατεύω
Headword (normalized):
καταβατεύω
Headword (normalized/stripped):
καταβατευω
IDX:
45358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45359
Key:
Data
{'content': 'tread'}