Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβάλλω
καταβαπτέον
καταβαπτίζω
καταβάπτω
καταβαρβαρόω
καταβαρέω
καταβαρής
καταβάρησις
καταβασανίζω
καταβάσιον
κατάβασις
καταβατέον
καταβατεύω
καταβάτης
καταβατικός
καταβατός
καταβαΰζω
καταβαυκαλάω
καταβαυκάλησις
καταβαυκαλίζω
καταβαφή
View word page
κατάβασις
a going down, way down, descent

ShortDef

a going down, way down, descent

Debugging

Headword:
κατάβασις
Headword (normalized):
κατάβασις
Headword (normalized/stripped):
καταβασις
IDX:
45356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45357
Key:

Data

{'content': 'a going down, way down, descent'}