Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβαπτέον
καταβαπτίζω
καταβάπτω
καταβαρβαρόω
καταβαρέω
καταβαρής
καταβάρησις
καταβασανίζω
καταβάσιον
κατάβασις
καταβατέον
καταβατεύω
καταβάτης
καταβατικός
καταβατός
καταβαΰζω
καταβαυκαλάω
καταβαυκάλησις
View word page
καταβασανίζω
examine thoroughly

ShortDef

examine thoroughly

Debugging

Headword:
καταβασανίζω
Headword (normalized):
καταβασανίζω
Headword (normalized/stripped):
καταβασανιζω
IDX:
45354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45355
Key:

Data

{'content': 'examine thoroughly'}