Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβαπτέον
καταβαπτίζω
καταβάπτω
καταβαρβαρόω
καταβαρέω
καταβαρής
καταβάρησις
καταβασανίζω
καταβάσιον
κατάβασις
καταβατέον
καταβατεύω
καταβάτης
καταβατικός
καταβατός
καταβαΰζω
καταβαυκαλάω
View word page
καταβάρησις
weighing down, oppression

ShortDef

weighing down, oppression

Debugging

Headword:
καταβάρησις
Headword (normalized):
καταβάρησις
Headword (normalized/stripped):
καταβαρησις
IDX:
45353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45354
Key:

Data

{'content': 'weighing down, oppression'}