Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατά
καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβαπτέον
καταβαπτίζω
καταβάπτω
καταβαρβαρόω
καταβαρέω
καταβαρής
καταβάρησις
καταβασανίζω
καταβάσιον
κατάβασις
καταβατέον
καταβατεύω
καταβάτης
καταβατικός
καταβατός
View word page
καταβαρέω
to weigh down, overload

ShortDef

to weigh down, overload

Debugging

Headword:
καταβαρέω
Headword (normalized):
καταβαρέω
Headword (normalized/stripped):
καταβαρεω
IDX:
45351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45352
Key:

Data

{'content': 'to weigh down, overload'}