Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κασωτός
κατά
καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβαπτέον
καταβαπτίζω
καταβάπτω
καταβαρβαρόω
καταβαρέω
καταβαρής
καταβάρησις
καταβασανίζω
καταβάσιον
κατάβασις
καταβατέον
καταβατεύω
καταβάτης
καταβατικός
View word page
καταβαρβαρόω
make quite barbarous

ShortDef

make quite barbarous

Debugging

Headword:
καταβαρβαρόω
Headword (normalized):
καταβαρβαρόω
Headword (normalized/stripped):
καταβαρβαροω
IDX:
45350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45351
Key:

Data

{'content': 'make quite barbarous'}