Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κασωρίτης
κασωτός
κατά
καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβαπτέον
καταβαπτίζω
καταβάπτω
καταβαρβαρόω
καταβαρέω
καταβαρής
καταβάρησις
καταβασανίζω
καταβάσιον
κατάβασις
καταβατέον
καταβατεύω
καταβάτης
View word page
καταβάπτω
to dip down into
ShortDef
to dip down into
Debugging
Headword:
καταβάπτω
Headword (normalized):
καταβάπτω
Headword (normalized/stripped):
καταβαπτω
IDX:
45349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45350
Key:
Data
{'content': 'to dip down into'}