Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κασωρεύω
κασωρικός
κασωρίτης
κασωτός
κατά
καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβαπτέον
καταβαπτίζω
καταβάπτω
καταβαρβαρόω
καταβαρέω
καταβαρής
καταβάρησις
καταβασανίζω
καταβάσιον
κατάβασις
καταβατέον
View word page
καταβαπτέον
one must dip

ShortDef

one must dip

Debugging

Headword:
καταβαπτέον
Headword (normalized):
καταβαπτέον
Headword (normalized/stripped):
καταβαπτεον
IDX:
45347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45348
Key:

Data

{'content': 'one must dip'}