Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κάστωρ
κάστωρ
κασωρεύω
κασωρικός
κασωρίτης
κασωτός
κατά
καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβαπτέον
καταβαπτίζω
καταβάπτω
καταβαρβαρόω
καταβαρέω
καταβαρής
καταβάρησις
καταβασανίζω
καταβάσιον
View word page
καταβακχιόομαι
to be full of Bacchic frenzy

ShortDef

to be full of Bacchic frenzy

Debugging

Headword:
καταβακχιόομαι
Headword (normalized):
καταβακχιόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταβακχιοομαι
IDX:
45345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45346
Key:

Data

{'content': 'to be full of Bacchic frenzy'}