Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Καστωλός
Κάστωρ
κάστωρ
κασωρεύω
κασωρικός
κασωρίτης
κασωτός
κατά
καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβαπτέον
καταβαπτίζω
καταβάπτω
καταβαρβαρόω
καταβαρέω
καταβαρής
καταβάρησις
καταβασανίζω
View word page
καταβαίνω
to step down, go

ShortDef

to step down, go

Debugging

Headword:
καταβαίνω
Headword (normalized):
καταβαίνω
Headword (normalized/stripped):
καταβαινω
IDX:
45344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45345
Key:

Data

{'content': 'to step down, go'}