Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καστορίζω
κάστρον
Καστωλός
Κάστωρ
κάστωρ
κασωρεύω
κασωρικός
κασωρίτης
κασωτός
κατά
καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβαπτέον
καταβαπτίζω
καταβάπτω
καταβαρβαρόω
καταβαρέω
καταβαρής
View word page
καταβάδην
going down

ShortDef

going down

Debugging

Headword:
καταβάδην
Headword (normalized):
καταβάδην
Headword (normalized/stripped):
καταβαδην
IDX:
45342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45343
Key:

Data

{'content': 'going down'}