Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Καστόρειος
καστορίδες
καστορίζω
κάστρον
Καστωλός
Κάστωρ
κάστωρ
κασωρεύω
κασωρικός
κασωρίτης
κασωτός
κατά
καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβαπτέον
καταβαπτίζω
καταβάπτω
καταβαρβαρόω
View word page
κασωτός
thick

ShortDef

thick

Debugging

Headword:
κασωτός
Headword (normalized):
κασωτός
Headword (normalized/stripped):
κασωτος
IDX:
45340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45341
Key:

Data

{'content': 'thick'}