Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Καστιάνειρα
Καστόρειος
καστορίδες
καστορίζω
κάστρον
Καστωλός
Κάστωρ
κάστωρ
κασωρεύω
κασωρικός
κασωρίτης
κασωτός
κατά
καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβαπτέον
καταβαπτίζω
καταβάπτω
View word page
κασωρίτης
fornicator
ShortDef
fornicator
Debugging
Headword:
κασωρίτης
Headword (normalized):
κασωρίτης
Headword (normalized/stripped):
κασωριτης
IDX:
45339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45340
Key:
Data
{'content': 'fornicator'}