Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καστεία
Καστιάνειρα
Καστόρειος
καστορίδες
καστορίζω
κάστρον
Καστωλός
Κάστωρ
κάστωρ
κασωρεύω
κασωρικός
κασωρίτης
κασωτός
κατά
καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβαπτέον
καταβαπτίζω
View word page
κασωρικός
brothel
ShortDef
brothel
Debugging
Headword:
κασωρικός
Headword (normalized):
κασωρικός
Headword (normalized/stripped):
κασωρικος
IDX:
45338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45339
Key:
Data
{'content': 'brothel'}