Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καστανικαί
καστεία
Καστιάνειρα
Καστόρειος
καστορίδες
καστορίζω
κάστρον
Καστωλός
Κάστωρ
κάστωρ
κασωρεύω
κασωρικός
κασωρίτης
κασωτός
κατά
καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβαπτέον
View word page
κασωρεύω
fornicate
ShortDef
fornicate
Debugging
Headword:
κασωρεύω
Headword (normalized):
κασωρεύω
Headword (normalized/stripped):
κασωρευω
IDX:
45337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45338
Key:
Data
{'content': 'fornicate'}