Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καστανεών
καστανικαί
καστεία
Καστιάνειρα
Καστόρειος
καστορίδες
καστορίζω
κάστρον
Καστωλός
Κάστωρ
κάστωρ
κασωρεύω
κασωρικός
κασωρίτης
κασωτός
κατά
καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
View word page
κάστωρ
the beaver

ShortDef

Castor
the beaver

Debugging

Headword:
κάστωρ
Headword (normalized):
κάστωρ
Headword (normalized/stripped):
καστωρ
IDX:
45336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45337
Key:

Data

{'content': 'the beaver'}