Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάσσος
κάσσυμα
κασσύω
Κασσώπιος
Κασταλία
κάστανα
καστανεών
καστανικαί
καστεία
Καστιάνειρα
Καστόρειος
καστορίδες
καστορίζω
κάστρον
Καστωλός
Κάστωρ
κάστωρ
κασωρεύω
κασωρικός
κασωρίτης
κασωτός
View word page
Καστόρειος
of or belonging to Castor
ShortDef
of or belonging to Castor
Debugging
Headword:
Καστόρειος
Headword (normalized):
καστόρειος
Headword (normalized/stripped):
καστορειος
IDX:
45330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45331
Key:
Data
{'content': 'of or belonging to Castor'}