Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κασσίζω
Κάσσιος
κασσιτερᾶς
Κασσιτερίδες
κασσιτέρινος
κασσίτερος
κασσιτερουργός
κασσιτερόω
κάσσος
κάσσυμα
κασσύω
Κασσώπιος
Κασταλία
κάστανα
καστανεών
καστανικαί
καστεία
Καστιάνειρα
Καστόρειος
καστορίδες
καστορίζω
View word page
κασσύω
to stitch
ShortDef
to stitch
Debugging
Headword:
κασσύω
Headword (normalized):
κασσύω
Headword (normalized/stripped):
κασσυω
IDX:
45322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45323
Key:
Data
{'content': 'to stitch'}