Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάσα
κασαλβάζω
κασαλβάς
κάσας
κασαυρεῖον
κασῆς
κασία
κασιγνήτα
κασιγνήτη
κασιγνητικός
κασίγνητος
κασίδιον
κασιοβόρος
κάσιοι
κασιόπνους
κάσις
Κασιωτικόν
κασκός
Κασμένη
κασοποιός
Κάσος
View word page
κασίγνητος
a brother; adj of a brother; sibling

ShortDef

a brother; adj of a brother; sibling

Debugging

Headword:
κασίγνητος
Headword (normalized):
κασίγνητος
Headword (normalized/stripped):
κασιγνητος
IDX:
45297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45298
Key:

Data

{'content': 'a brother; adj of a brother; sibling'}