Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρωτόν
κάς
κάσα
κασαλβάζω
κασαλβάς
κάσας
κασαυρεῖον
κασῆς
κασία
κασιγνήτα
κασιγνήτη
κασιγνητικός
κασίγνητος
κασίδιον
κασιοβόρος
κάσιοι
κασιόπνους
κάσις
Κασιωτικόν
κασκός
Κασμένη
View word page
κασιγνήτη
a sister

ShortDef

a sister

Debugging

Headword:
κασιγνήτη
Headword (normalized):
κασιγνήτη
Headword (normalized/stripped):
κασιγνητη
IDX:
45295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45296
Key:

Data

{'content': 'a sister'}