Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρώδης
κάρωσις
καρωτίδες
καρωτικός
καρωτόν
κάς
κάσα
κασαλβάζω
κασαλβάς
κάσας
κασαυρεῖον
κασῆς
κασία
κασιγνήτα
κασιγνήτη
κασιγνητικός
κασίγνητος
κασίδιον
κασιοβόρος
κάσιοι
κασιόπνους
View word page
κασαυρεῖον
brothel

ShortDef

brothel

Debugging

Headword:
κασαυρεῖον
Headword (normalized):
κασαυρεῖον
Headword (normalized/stripped):
κασαυρειον
IDX:
45291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45292
Key:

Data

{'content': 'brothel'}