Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρχήσιος
καρώ
καρώδης
κάρωσις
καρωτίδες
καρωτικός
καρωτόν
κάς
κάσα
κασαλβάζω
κασαλβάς
κάσας
κασαυρεῖον
κασῆς
κασία
κασιγνήτα
κασιγνήτη
κασιγνητικός
κασίγνητος
κασίδιον
κασιοβόρος
View word page
κασαλβάς
a courtesan, harlot

ShortDef

a courtesan, harlot

Debugging

Headword:
κασαλβάς
Headword (normalized):
κασαλβάς
Headword (normalized/stripped):
κασαλβας
IDX:
45289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45290
Key:

Data

{'content': 'a courtesan, harlot'}