Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Καρχηδών
καρχήσιον
καρχήσιος
καρώ
καρώδης
κάρωσις
καρωτίδες
καρωτικός
καρωτόν
κάς
κάσα
κασαλβάζω
κασαλβάς
κάσας
κασαυρεῖον
κασῆς
κασία
κασιγνήτα
κασιγνήτη
κασιγνητικός
κασίγνητος
View word page
κάσα
casa, cot
ShortDef
casa, cot
Debugging
Headword:
κάσα
Headword (normalized):
κάσα
Headword (normalized/stripped):
κασα
IDX:
45287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45288
Key:
Data
{'content': 'casa, cot'}