Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Καρχηδόνιος
Καρχηδών
καρχήσιον
καρχήσιος
καρώ
καρώδης
κάρωσις
καρωτίδες
καρωτικός
καρωτόν
κάς
κάσα
κασαλβάζω
κασαλβάς
κάσας
κασαυρεῖον
κασῆς
κασία
κασιγνήτα
κασιγνήτη
κασιγνητικός
View word page
κάς
skin

ShortDef

skin

Debugging

Headword:
κάς
Headword (normalized):
κάς
Headword (normalized/stripped):
κας
IDX:
45286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45287
Key:

Data

{'content': 'skin'}